ξεπέφτω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

1. πέφτω κάτω ἡ έξω από κάποια θέση
2. περιπίπτω σε οικονομική ή κοινωνική εξαθλίωση, παρακμάζω
3. χάνω την υπόληψή μου, υφίσταμαι ηθική μείωση, εξαχρειώνομαι («με αυτά που κάνει ξεπέφτει στα μάτια του κόσμου»)
4. (για πράγματα) χάνω μέρος της αγοραστικής μου τιμής, υποτιμώμαι
5. χάνω βάρος, αδυνατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πίπτω (αόρ. εξ-έπεσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].