φυλακτό

Greek Monolingual

το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν
αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι τον προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το κακό ή του φέρνει καλοτυχία (α. «φυλαχτό με τίμιο ξύλο» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.
γ. «ἐξουθενεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. φυλακτός].