φυλλάριο
Greek Monolingual
το / φυλλάριον, ΝΜΑ
μικρό φύλλο, φυλλαράκι
νεοελλ.
1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση του ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου
β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών
2. (ορυκτ.-πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να διαχωριστούν τα πετρώματα που παρουσιάζουν μεγάλη σχιστότητα, όπως λ.χ. ο φυλλίτης
αρχ.
μτφ. πράγμα που το παίρνει ο άνεμος, που χάνεται με την πρώτη δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκάριον, παιδάριον)].