φυλλίτης
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
German (Pape)
[Seite 1315] ὁ, fem. φυλλῖτις, = φύλλινος; ἀγὼν φυλλίτης, wie στεφανίτης, ein Wettkampf, dessen Siegespreis in Laubkränzen besteht, VLL.; Poll. 3, 153 steht φυλλίνας ἀγῶνας. – Ἡ φυλλῖτις, eine aus lauter Blättern bestehende Pflanze, Hirschzunge, asplenium scolopendrium, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς φύλλα, ἀγὼν φ., δηλ. στεφανίτης, οὐχὶ χρηματίτης, διότι ἐν τῷ ἀγῶνι τούτῳ ὁ νικῶν ἐλάμβανε φύλλινον στέφανον, Παλαίφ. 37· πρβλ. στεφανίτης ― παρ’ Ἡσύχ. καὶ Πολυδ. Γ΄, 154 εὕρηται, ἀγῶνες φυλλίναι, (ἐξ ἑνικ. ὀνομ. φυλλίνης), = φυλλῖται, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 802. 38, Bachm. Ἀνέκδ. 410, 9· παρὰ Διογενιανῷ ἐν Παροιμ. 7. 41, ἀντὶ οὐφελίας ὁ ἀγών, ὁ Hemst. προτείνει διόρθωσιν οὐ φυλλίας ὁ ἀγών. 2) φυλλῖτης, ἡ, φυτόν τι, πιθαν. τὸ σκολοπένδριον, scolopendrium. Διοσκ. 3. 121.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) λεπτοκοκκώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα, που σχηματίζεται από την ανασύσταση λεπτόκοκκων μητρικών ιζηματογενών πετρωμάτων και παρουσιάζει χαρακτηριστική σχιστότητα, τάση για διαχωρισμό σε φυλλάρια ή πλάκες
2. βοτ. καθένα από τα μικρά και ατελή μάτια στη βάση της κληματίδας αμπελιού, τα οποία δεν καρποφορούν
αρχ.
(κυρίως φρ.) «φυλλίτης ἀγών» — αγώνας στον οποίο έπαθλο ήταν στεφάνι από φύλλα (Παλαίφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στεφανίτης). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phyllite < φύλλον.