φυλοβασιλεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, a βασιλεύς chosen from each φυλή to perform sacrifices, Hesperia4.21 (Athens, iv B. C.), Arist.Ath.8.3, al., IG22.1357, Poll.8.111,120, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1315] ὁ, der von einer jeden φυλή zur Verrichtung der Opfer gewählte βασιλεύς, wie der rex sacrificulus der Römer, VLL., Poll. 8, 111. 120.
Russian (Dvoretsky)
φῡλοβασιλεύς: έως ὁ филобасилевс (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян rex sacrificulus - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλοβᾰσῐλεύς: έως, ὁ, βασιλεὺς ἐκλεγόμενος ἐξ ἑκάστης φυλῆς ὅπως τελῇ τὰς τελετάς, ὡς ὁ παρὰ Ρωμαίοις rex sacrificulus, Ἀριστ. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 111, 120, «φυλοβασιλεῖς· ἐκ τῶν φυλῶν αἱρετοί, οἱ τὰς θυσίας ἐπιτελοῦντες».
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
καθένας από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών της Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη της δημοκρατίας, τα καθήκοντά τους περιορίστηκαν σε δικαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + βασιλεύς.