φόλυς

Greek (Liddell-Scott)

φόλυς: -υος, ὁ, εἶδος κυνός, Ἀντίμ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 32.

Greek Monolingual

-υος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες
κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα του Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί ὄντες μέλανα στίγματα εἶχον, οπότε ο τ. φόλυς μπορεί να συνδεθεί με τη λ. φολίς «κηλίδα, στίγμα, λέπι» με μία, δυσερμήνευτη ωστόσο, εναλλαγή τών επιθημάτων σε -i- και u-].