φόρουμ
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
άκλ. (στην αρχαιότητα) υπαίθριος χώρος λαϊκών συναθροίσεων περιβαλλόμενος από δημόσια οικοδομήματα και στοές που βρισκόταν στο κέντρο κάθε αρχαίας ρωμαϊκής πόλης και ο οποίος αποτελούσε τη ρωμαϊκή εκδοχή της ελληνικής Αγοράς, από την οποία και είχε προκύψει χρησιμεύοντας επίσης και ως εμπορικό κέντρο, με καταστήματα και εργαστήρια, ή ως ακρόπολη
νεοελλ.
1. σύσκεψη, διάσκεψη, συνέδριο, σώμα
2. βήμα ομιλητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum].