χειροτερεύω

Greek Monolingual

Ν χειρότερος
1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι χειρότερο από ό,τι ήταν («χειροτέρεψαν την ποιότητα του ψωμιού»)
2. (αμτβ.) γίνομαι χειρότερος από ό,τι ήμουν ή περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση (α. «χειροτερεύει ο καιρός» β. «ο άρρωστος χειροτέρεψε τη νύχτα»).