χειροτονώ
Greek Monolingual
χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ
εκκλ. διενεργώ χειροτονία
νεοελλ.
μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τον χειροτόνησε για τα καλά»)
μσν.-αρχ.
αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.
β. «πᾶς ἄρχων ὑπὸ Θεοῦ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. υψώνω το χέρι για να εκφράσω γνώμη ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῦτον κύριον είναι», Δημοσθ.
β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», Πλάτ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῖον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειρότονος.