ἡ, want, need, Hsch.
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Hesych.
χητεία: ἡ, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Ἡσύχ.
ἡ, Αέλλειψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].