χιονόχροος

English (LSJ)

χιονόχροον, heterocl. acc. pl. -χροας, snow-white, μᾶζαι Philox.2.6.

German (Pape)

[Seite 1357] zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόχροος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ χιών, μετὰ ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, -ουν, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού, χιονόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χροος / -χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό-χροος / -χρους].