χιονόλευκος

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
λευκός σαν το χιόνι, ολόλευκος, κάτασπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λευκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο].