χονδροειδής
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. άκομψος, αδρομερής, χοντροκαμωμένος («χονδροειδής κατασκευή»)
2. (για πρόσ.) άξεστος, τραχύς, ανάγωγος
3. πάρα πολύ απρεπής, ανάρμοστος (α. «χονδροειδής συμπεριφορά» β. «χονδροειδές αστείο»).
επίρρ...
χονδροειδώς Ν
1. με άκομψο τρόπο
2. με ανάρμοστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο)-/χοντρ(ο)- + -ειδής. Το επίθ. χονδροειδής μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου, ενώ το επίρρ. χονδροειδώς από το 1862 στον Σκ. Βυζάντιο].