χοροκτόνος
English (LSJ)
χοροκτόνον, choir-destroying, Strattis 15.
Greek (Liddell-Scott)
χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατροκτόνος.
Wikipedia EL
Η έκφραση Κινησίου δραν (Κινησίου δράση, πράγματα) χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση η οποία αντικατόπτριζε τις ασεβείς και ανάγωγες συμπεριφορές παρομοίου τύπου με αυτές του Κινησία. Του αποδόθηκε επίσης το επίθετο χοροκτόνος καθώς μετά από δικές του ενέργειες κατάφερε να καταργηθεί η θεατρική χορηγία στους κωμικούς ποιητές.