χρηματοδοτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματοδότη και στη χρηματοδότηση
2. φρ. α) «χρηματοδοτικά ιδρύματα» — επιχειρήσεις με αντικείμενο τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες
β) «χρηματοδοτική επιχείρηση» — εξειδικευμένη επιχείρηση που παρέχει σε τρίτους χρηματοδοτική πίστωση
δ) «χρηματοδοτική μίσθωση» — μέθοδος μεσο-μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της αγοράς κεφαλαιουχικών αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].