-η, -ο, Ν1. αυτός που συμβαίνει κατά τη συμπλήρωση ενός έτους2. το ουδ. ως ουσ. το χρονιάτικοο ετήσιος μισθός ή το ετήσιο μίσθωμα3. φρ. «χρονιάτικη μέρα» — χρονιάρα μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικος)].