χρονιάτικος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που συμβαίνει κατά τη συμπλήρωση ενός έτους
2. το ουδ. ως ουσ. το χρονιάτικο
ο ετήσιος μισθός ή το ετήσιο μίσθωμα
3. φρ. «χρονιάτικη μέρα» — χρονιάρα μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικος)].