μηνιάτικος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο μηνιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο
α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)
β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπριάτικος, λαμπριάτικος)].