χρυσήνιος

English (LSJ)

χρυσήνιον, (ἡνία) with reins of gold, epithet of Ares, Od.8.285; of Artemis, Il.6.205; of Demeter, Pi.Fr.37; Dor. χρυσάνιος [ᾱ], of Aphrodite, S.OC693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen Zügeln, Beiwort des Ares, Od. 8, 285, der Artemis, Il. 6, 205, der Aphrodite, Soph. O. C. 619.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes d'or.
Étymologie: χρυσός, ἡνία.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσήνιος: дор. χρῡσάνιος 2 (ᾱ) держащий золотые вожжи, правящий с помощью золотых поводьев (Ἄρτεμις, Ἄρης Hom.; Ἀφροδίτη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ἔχων χρυσᾶς ἡνίας, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ὀδ. Θ. 285· τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ζ. 205· τοῦ Ἅιδου, Πινδ. Ἀποσπ. 12· τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 693 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ χρυσάνιος).

Spanish

que lleva riendas de oro

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσάνιος, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ' ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.)
2. προσωνυμία του Άδου
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος
δίφρος εὐάρμοστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήνιος (< ἡνίον «χαλινάρι»), πρβλ. φιλήνιος].

Greek Monotonic

χρῡσήνιος: Δωρ. -άνιος, -ον (ἡνία), αυτός που έχει χρυσά ηνία, σε Όμηρ., Σοφ.

Middle Liddell

χρῡσ-ήνιος, δοριξ χρῡσ-ᾱ/νιος, ον, ἡνία
with reins of gold, Hom., Soph.

Léxico de magia

-ον que lleva riendas de oro de Helios χαῖρε, ... αἰολοθώρηξ, πωτήεις, ἄκαμνε, χρυσήνιε te saludo a ti, el de reluciente coraza, que vuelas infatigable, que llevas riendas de oro P II 91