και κυθρῖνος, ὁ, ΜΑμσν.κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριώναρχ.1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξῖνος)].