χόανον

German (Pape)

[Seite 1361] τό, zsgzgn χῶνον, = χόανος.

Greek Monolingual

και χῶνον, τὸ, Α
χοάνη, χωνευτήριο για τήξη μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χοάνη /χώνη με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].