χωνευτήριο
From LSJ
Greek Monolingual
το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν
μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο
νεοελλ.
1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων ουσιών
β) δοχείο από πυρίμαχο υλικό για την παρασκευή καθαρού χάλυβα
γ) το κατώτερο τμήμα υψικαμίνου όπου συλλέγεται το τηγμένο μέταλλο
2. οστεοφυλάκιο νεκροταφείου
3. δεξαμενή εκκλησίας όπου χύνεται το νερό της κολυμβήθρας
4. μτφ. χώρος, τόπος ή χώρα όπου ζουν και αφομοιώνονται άνθρωποι διαφορετικής εθνικής ή άλλης προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωνεύω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. παιδευτήριον)].