χώνευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, molten-work, molten image, LXX De.9.12, al., PLeid.X.21 B.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, das Geschmolzene, aus geschmolzenem Metall Gemachte, Gußarbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώνευμα: τό, ἔργον χωνευτόν, χυτὸν εἴδωλον, Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν χωνεύω
νεοελλ.
1. πέψη, χώνευση
2. (σχετικά με μέταλλα) τήξη
3. καύση διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε στάχτη, αποτέφρωση
μσν.-αρχ.
χυτό δημιούργημα.