χώνευση

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η / χώνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ, και χώνεψη Ν χωνεύω
τήξη μετάλλων στην χωνευτική καμινο
νεοελλ.
πέψη.