ψαλιδόγλωσσος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακόγλωσσος].