ψαρεύω

Greek Monolingual

Ν [[[ψάρι]] (Ι)]
1. ασχολούμαι, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την αλιεία, με το ψάρεμα
2. ανασύρω κάτι από τον βυθό («ψάρεψαν τυχαία έναν αρχαίο αμφορέα»)
3. μτφ. ανιχνεύω τις σκέψεις ή τις προθέσεις κάποιου με έντεχνο τρόπο ή επιχειρώ να αποσπάσω μυστικά με έντεχνο τρόπο
4. φρ. «ψαρεύω στα θολά νερά» — προκαλώ σύγχυση για να επωφεληθώ.