ψαρονέφρι

Greek Monolingual

το, Ν
η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές της σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ' άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ' επίδραση του νεφρό].