ψευδάγχουσα
English (LSJ)
ἡ, false anchusa, bastard anchusa, Lat. pseudoanchusa, (Echium vulgare?) Plin.HN22.50.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, die falsche ἄγχουσα, Plin. H. N. 22, 20.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψευδής αγχουσίνη, ερυθρή χρωστική βαφή η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού σήμερα με την επιστημονική ονομασία Alkanna tinctoria.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄγχουσα «είδος φυτού»].