η, Ν1. συσκευή για το ψήσιμο κρέατος2. συνεκδ. ταβέρνα όπου ψήνεται και σερβίρεται κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. -αριά (πρβλ. ζυγαριά)].