-α, -ο / ὠμοβόρος, -ον, ΝΑαυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος].