ωμόλινος

Greek Monolingual

-η, -ο / ὠμόλινος, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από ακατέργαστο λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -λινος (< λίνον «λινάρι»), πρβλ. ἀκρόλινος].