гонец
Russian > Greek
τρόχις, ἐξάγγελος, ἄγγελος, δρομοκήρυξ, ἀστάνδης, πτεροφόρος, ἐπιστολεύς, βιβλιοφόρος, βιβλιαφόρος, γραμματοφόρος, διάγγελος, ἡμεροδρόμος, πομπός
τρόχις, ἐξάγγελος, ἄγγελος, δρομοκήρυξ, ἀστάνδης, πτεροφόρος, ἐπιστολεύς, βιβλιοφόρος, βιβλιαφόρος, γραμματοφόρος, διάγγελος, ἡμεροδρόμος, πομπός