запутанный
Russian > Greek
δυσχώριστος, ταραχώδης, γριφώδης, πολύπλοκος, λοξός, δυσεξέλικτος, σκολιός, ἀγκύλος, λαβυρινθώδης, πολυπλανής, ἄφυκτος, ποικίλος, δικανικός, δύσκριτος, πλόκιος
δυσχώριστος, ταραχώδης, γριφώδης, πολύπλοκος, λοξός, δυσεξέλικτος, σκολιός, ἀγκύλος, λαβυρινθώδης, πολυπλανής, ἄφυκτος, ποικίλος, δικανικός, δύσκριτος, πλόκιος