δυσχώριστος

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχώριστος Medium diacritics: δυσχώριστος Low diacritics: δυσχώριστος Capitals: ΔΥΣΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyschṓristos Transliteration B: dyschōristos Transliteration C: dyschoristos Beta Code: dusxw/ristos

English (LSJ)

δυσχώριστον, hard to separate, Gal.2.700 (Comp.); hard to distinguish, ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de abrir separando ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.
2 difícil de distinguir ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid in Porph.176.13.

German (Pape)

[Seite 691] schwer zu trennen, zu lösen, Plut. de adul. et am. discr. 5. S. δυσχώρητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à séparer, à démêler.
Étymologie: δυσ-, χωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσχώριστος: в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v.l. δυσχώρητος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσχώριστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ χωρίσῃ τις, ἀδιαχώριστος, ἀδιάλυτος, Πολύβ. 24. 1, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσχώριστος, -ον)
1. δυσκολοχώριστος
2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται.