медлительный
Russian > Greek
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος