объединять
Russian > Greek
ἐρανίζω, συναρτάω, ἑνοποιέω, ἑνόω, συγκεφαλαιοίω, συλλαμβάνω, ἀνακεφαλαιόω, συσφηκόω, συνυφαίνω, συναιρέω, συστρέφω, συνέχω
ἐρανίζω, συναρτάω, ἑνοποιέω, ἑνόω, συγκεφαλαιοίω, συλλαμβάνω, ἀνακεφαλαιόω, συσφηκόω, συνυφαίνω, συναιρέω, συστρέφω, συνέχω