συσφηκόω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
join closely together, Timo 24.
German (Pape)
[Seite 1046] zusammenfügen, fest verbinden, Timon bei D. L. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συσφηκόω: συνδέω σφιγκτά, συσφίγγω, συνενώνω, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 6.
Russian (Dvoretsky)
συσφηκόω: собирать воедино, объединять (πάντα τεταραγμένα Timon ap. Diog. L.).