падение
Russian > Greek
ῥῖψις, κατήλυσις, ταπεινότης, ἐπίπτωσις, ἔκπτωσις, πρόσπτωσις, πτῶμα, σφάλμα, πτῶσις, πέσημα, διάπτωμα, καταφορά, κατάλυσις, περιολίσθησις
ῥῖψις, κατήλυσις, ταπεινότης, ἐπίπτωσις, ἔκπτωσις, πρόσπτωσις, πτῶμα, σφάλμα, πτῶσις, πέσημα, διάπτωμα, καταφορά, κατάλυσις, περιολίσθησις