предполагать
Russian > Greek
μαντεύομαι, φρονέω, προϋπολαμβάνω, διαβουλεύομαι, προσδοκάω, προσδοκέω, καταδοξάζω, ὑπονοέω, διαδοξάζω, κατεικάζω, προεικάζω, ἐπεικάζω, ποιέω, ὑποπτεύω, ἀναλογίζομαι, εἰκάζω, προσεικάζω
μαντεύομαι, φρονέω, προϋπολαμβάνω, διαβουλεύομαι, προσδοκάω, προσδοκέω, καταδοξάζω, ὑπονοέω, διαδοξάζω, κατεικάζω, προεικάζω, ἐπεικάζω, ποιέω, ὑποπτεύω, ἀναλογίζομαι, εἰκάζω, προσεικάζω