ἀήτη

English (LSJ)

ἡ, = ἀήτης (blast, gale, wind), Hes. Op. 645, 675.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀήτα Simon.90.1, B.17.91; tb. ἀήτης, ὁ Il.15.626, Call.Dian.230, Del.318, AP 7.264 (Leon.), Orph.A.629, 1240, Nonn.D.13.383, Musae.329
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. ἀήτεω A.R.4.1537, ἀήτου X.Eph.3.2.13]
1 c. gen. ráfaga ἀνέμων Il.14.254, cf. 15.626, Hes.Op.621, 645, Ζεφύροιο Od.4.567, Νότοιο Hes.Op.675
soplo Ἔρως ... χρυσοφαέννων πτερύγων ἀήταις παραπέτεται Amor aletea a mi alrededor con el soplo de sus alas Anacr.84.2, cf. dud. Lyr.Adesp.473.1.4S.
2 abs., gener. del mar viento εἰς ὅ κε ... ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται Od.9.139, cf. Sapph.20.9, Alc.249.5, νῦν ἀήταις φερόμεθα ahora somos arrastrados por los vientos Tim.15.107, cf. Theoc.2.38, 22.9, Call.ll.cc., A.R.1.335, ἀ. μείλιχος A.R.1.423, οὖρος ἀ. Orph.A.1240, θερμὸς ἀ. Nonn.l.c., cf. 11.285, πικρὸς ἀ. Musae.l.c., ὀθόνας ἀκάτου πλήρωσεν ἀ. el viento hinchó las velas del barco Orph.A.629, cf. X.Eph.3.2.13
viento huracanado op. πλόος οὔριος AP l.c.
poét. οἱ ... ποιηταὶ ... τὰ πνεύματα «ἀ.» καλοῦσιν Pl.Cra.410b.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, u. ἀήτης, ὁ (ἄημι) das Wehen, Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη, 14, 254 ἀργαλέων ἀνέμων ἀήτας, Od. 4, 567 Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας, 9, 139 ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται; Hes. O. 621 παντοίων ἀνέμων θὐουσιν ἀῆται, 645 ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας, 675 Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας; als v.l. erscheint in den Scholl. Od. 4, 567 πνείοντος, Iliad. 15, 626 ἀήτης; Aristarch las ἀήτη, Schol. Aristonic. 15, 626 ὅτι ἀρσενικῶς δειν ὸς ἀ ήτ η, ἀλλ' οὐ δεινή, ὡς »κλυτὸς'Ιπποδάμεια (2, 742)«. ἔνιοι δὲ ἀγνοοῦντες'ποιοῦσι δει νὸς ἀήτης· ἀλλ' οὐ δεῖγράφειν οὕτως. Vgl. Apoll. Lex. H. 12, 3; Friedlaend. Ariston. 31; – allein für Wind Theocr. 2, 38. 22, 8 u. sp. D. Plat. Crat. 4105 bemerkt οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι.

Russian (Dvoretsky)

ἀήτη: ἡ Hes. = ἀήτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήτη: ἡ, = ἀήτης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 643, 673.

Greek Monotonic

ἀήτη: ἡ = ἀήτης, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

= ἀήτης, Hes.