ἀήτης
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ἀήτου, ὁ, (ἄω, ἄημι) blast, gale, ἀνέμοιο, Ζεφύροιο, ἀνέμων ἀῆται, Il.15.626, Od.4.567, Hes.Op.621: abs., wind, Tim.Pers.117, Theoc. 2.38.—Poet. word, οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι Pl.Cra. 410b.
Spanish (DGE)
v. ἀήτη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 souffle (du vent);
2 le vent.
Étymologie: ἄημι.
German (Pape)
ὁ, = ἀήτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀήτης: ου ὁ и ἀήτη ἡ
1 веяние, дуновение (ἀνέμοιο Hom.; Νότοιο ἀῆται Hes.);
2 ветер: σιγῶντι ἀῆται Theocr. ветры утихли, ни ветерка.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήτης: -ου, ὁ, (ἄω, ἄημι) βιαία πνοὴ ἀνέμου, θύελλα, ἀνέμοιο, Ζεφύροιο, ἀνέμων ἀῆται, Ἰλ. Ο. 626, Ὀδ. Δ. 567. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 619: ― ἀπολ. ἄνεμος, Θεόκρ. 2. 38: ― Ποιητ. λέξις: οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι, Πλάτ. Κρατ. 410Β.
English (Autenrieth)
(ἄϝημι): wind, Od. 9.139; mostly pl. w. ἀνέμοιο, Ζεφύροιο, ἀνέμων, blast, breeze.
Greek Monotonic
ἀήτης: -ου, ὁ (ἄημι), βίαιη πνοή ανέμου, θύελλα, σε Όμηρ. κ.λπ.