ἀεργός

English (LSJ)

ἀεργόν,
A not working, idle, Il.9.320, Od. 19.27, Hes.Op.303, Theoc.28.15, etc.; opp. ἐνεργός, Hp.de Arte II: c. gen., not working out, not doing, ἔργων αἰσχρῶν ἀπαθὴς καὶ ἀεργός = who neither experiences nor performs shameful actions Thgn.1177:—of things, inert, Aret.SD1.9. Adv. ἀεργῶς PFlor.295.5 (vi A. D.).
II Act., debilitating, μάλκαι Nic.Th.381 codd.—Att. ἀργός, q.v.

Spanish (DGE)

v. 2 ἀργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui ne travaille pas, oisif, paresseux.
Étymologie: , ἔργον ; cf. ἀργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεργός -όν [ἀ-, ἔργον
1. die niets doet, die niet werkt, lui.
2. van zaken niet functionerend. Hp. Art. 11.

German (Pape)

(ἀργός),
1 untätig, Hom. zweimal, Il. 9.320 ὁμῶς ὅ τ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς, Od. 19.27 οὐ γὰρ ἀεργὸν ἀνέξομαι; Hes. O. 302 λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί κτἑ; ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά Theocr. 15.26; δόμοι 28.15; vgl. Nic. Th. 381.
2 vom Acker, nicht bestellt, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἀεργός: бездеятельный или бездельничающий, ленивый (ἀνήρ Hom., Hes.; δόμος Theocr.): ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά Theocr. ленивым - вечно праздник.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεργός: -όν, ὡς τὸ ἀεργής, ἀεργηλός· = ὁ μὴ ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, Ἰλ. Ι. 320. Ὀδ. Τ. 27· Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 301 κτλ. - ἀ. δόμοι, οἰκίαι ἀργαί, τ. ἔ. ἔνθα οἰκοῦσιν ἀργοὶ ἄνθρωποι, Θεόκρ. 28. 15: - μ. γεν. ὁ μὴ ἐργαζόμενός τι, μὴ ποιῶν τι· ἔργων αἰσχρῶν ἀληθὴς καὶ ἀ., Θέογν. 1177. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τινα ἀργόν, Νικ. Θ. 381, πρβλ. Ἀττ. τύπον ἀργός.

English (Autenrieth)

slothful, idle, lazy.

Greek Monotonic

ἀεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δεν εργάζεται, οκνηρός, ράθυμος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἀεργοὶ δόμοι, αργές κατοικίες, δηλ. σπίτια όπου κατοικούν άνθρωποι οκνηροί, αργοί, σε Θεόκρ.· πρβλ. Αττ. ἀργός.

Middle Liddell

[*ἔργω
not-working, idle, Hom., Hes., etc.;— ἀεργοὶ δόμοι idle houses, i. e. where people are idle, Theocr.—Cf. Attic ἀργός.