ἀκηλίδωτος
English (LSJ)
[ῑ], ον, spotless, ἔσοπτρον, ἐσθής, πέδιλα, LXX Wi.7.26, Ph.1.156, Porph.Abst.2.46: metaph., βίος, ἀρετή, LXX Wi.4.9, Ph.2.235; σωτηρία Steph.in Hp.2.238D.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. ἀκηλιδότερος Sud.s.u. ἀκηλίδωτον]
I 1limpio, sin mancha ἔσοπτρον LXX Sap.7.26, ἐσθῆτες Ph.1.156, cf. Porph.Abst.2.46.
2 fig. puro, que es sin tacha o sin mancha βίος LXX Sap.4.9, Ph.2.443, ἀρετή Ph.2.235, cf. Steph.in Hp.Aph.1.28.15, γνώμη MAMA 8.321 (Iconion, imper.)
•de Cristo inmaculado Clem.Al.Paed.1.2.4.
II adv. -ως inmaculadamente Chrys.M.48.1095.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκηλίδωτος, -ον) [κηλιδῶ (-ώνω)]
1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός
2. άσπιλος, αγνός.
German (Pape)
unbefleckt, Philo; Sp.