ἀκροβολισμός

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = ἀκροβόλισις, Th.7.25, X.HG1.3.14, Aen.Tact.39.6, etc.; discharge of weapons by light-armed troops, Arr.Tact.15.4, 37.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 intercambio de disparos de arma arrojadiza, escaramuza, refriega περὶ τῶν σταυρῶν Th.7.25, cf. X.HG 1.3.14, 4.3.14, Aen.Tact.39.6, Plb.3.106.4, 3.101.7, D.C.58.1
fig. de palabras, Luc.ITr.33, S.E.M.5.49, Aristid.Or.1.125
plu. escaramuzas amorosas e.e. gestos insinuantes o de coqueteo Ach.Tat.1.10.4.
2 descarga de la infantería ligera Arr.Tact.15.4, 37.1.
3 ejercicio de tiro εὐρυχώρια τοξικῆς τε καὶ τῶν ἄλλων ἀκροβολισμῶν ἕνεκα διακεκοσμημένα explanada dispuesta para ejercitarse con el arco y otros ejercicios de tiro Pl.Lg.804c.

German (Pape)

[Seite 83] ὁ, dasselbe; Plat. vbdt τοξικὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἀκρ. Legg. VII, 804 c; Xen. neben προσβολὰς ποιεῖσθαι Hell. 1, 3, 14. Übertr. Luc. Iup. Trag. 33, we darauf folgt πόῤῥωθεν λοιδορούμενοι; Abd. 3 vbdt er ἀρχὴ καὶ ἀπειλὴ καὶ ἀκρ., Vorspiel.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀκροβόλισις.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβολισμός:
1 Thuc., Xen., Plat., Plut. = ἀκροβόλισις;
2 перебранка, переругивание Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβολισμός: -οῦ, ὁ, = ἀκροβόλισις, Θουκ. 7. 25, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 14, κτλ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβολισμός) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
1. (Στρατ.) ανάπτυξη στρατεύματος σε αραιή τάξη, σε μια γραμμή
2. (κυρίως στον πληθ.) ανταλλαγή δοκιμαστικών, αραιών πυροβολισμών μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν από την κύρια μάχη, βολιδοσκόπηση, αιφνιδιασμός
3. δυσμενείς, εχθρικοί υπαινιγμοί εναντίον κάποιου
αρχ.
η βολή από μακριά βελών, ακοντίων κ.λπ. από ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα και, γενικά, αψιμαχία.

Greek Monotonic

ἀκροβολισμός: -οῦ, ὁ = ἀκροβόλισις, σε Θουκ., Ξεν.

English (Woodhouse)

(see also: ἀκροβόλισις) skirmish

Lexicon Thucydideum

velitatio, skirmishing, 7.25.5, 7.25.8.