ἀκροτελεύτιον
English (LSJ)
τό, fag-end of anything, especially of verse or poem, Th.2.17, Phryn. Com.86: generally, τοῦ γήρως Vit.Philonid. p.8 C.:—burden, chorus, D.C.63.10.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 verso o frase final μαντείου Th.2.17, λογίου Ph.1.474, χρησμοῦ D.C.77.23.4, cantado por un coro, Ph.2.484, cf. Aristid.Or.50.19, Aristid.Or.34.47
• parte final de un verso ἔπους Aristid.Or.2.426, cf. Phryn.PS Fr.14
• de una carta, Cic.Att.114.3.
2 título ἐφ' ἑκάστῳ τὸν τε Καίσαρα καὶ τὸν Αὔγουστον ἀκροτελεύτιον εἶναι D.C.63.10.1.
German (Pape)
[Seite 85] τό, das äußerste Ende, Schluß eines Gedichtes u. dgl., Thuc. 2, 17; des Briefes, Cic. Att. 5, 21; adj., ganz zuletzt, ἔπος B. A. 963.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui est tout à la fin (d'un vers, d'un poème, etc.).
Étymologie: ἄκρος, τελευτή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροτελεύτιον -ου, τό ἄκρος, τελευτή verseinde.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροτελεύτιον: τό конец, окончание, заключительная часть (Πυθικοῦ μαντείου Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροτελεύτιον: τό, τὸ ἄκρον, ἡ παρυφή, τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· ἐντεῦθεν, τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον μέρος τοῦ ᾄσματος, ἐπῳδός, πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.
Greek Monotonic
ἀκροτελεύτιον: τό, η κατάληξη ενός στίχου ή ποιήματος, σε Θουκ.
Middle Liddell
the fag-end of a verse, Thuc.