ἀλαστέω
English (LSJ)
to be full of wrath or (more prob.) to be distraught, ἠλάστεον δὲ θεοί (as trisyll.) Il. 15.21; ᾤμωξεν… καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα 12.163, cf. Call. Del. 239, Musae. 202, etc., cf. Gal. Lex. s.v. ἀλάστορες. (Only impf. and aor. part. in earlier Epic; fut. -ήσω QS. 5.584.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. trisilábico ἠλάστεον Il.15.21]
estar muy enfadado o indignado ἠλάστεον δὲ θεοί Il.15.21
•en aor. por su valor aspectual dar rienda suelta a la indignación ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα Il.12.163, cf. Call.Del.239, Man.2.183, Musae.202, τὰ ἄληστα ... ἐφ' οἷς ἐστιν ἀλαστῆναι καὶ στενάξαι Gal.19.74
•ἀλαστεῖν· ἐρευνᾶν Hsch.
German (Pape)
[Seite 89] (ἄλαστος, eigtl. etwas nicht verschmerzen), unwillig sein, Hom. zweimal, ἀλαστήσας Il. 12, 163, ἠλάστεον 15, 21; τινί Man. 2, 183.
French (Bailly abrégé)
ἀλαστῶ :
impf. ἠλάστεον, f. ἀλαστήσω;
s'indigner.
Étymologie: ἄλαστος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαστέω ἄλαστος imperf. ἠλάστεον, boos of verontwaardigd zijn.
Russian (Dvoretsky)
ἀλαστέω: сердиться, негодовать: ἠλάστεον θεοί Hom. боги вознегодовали; ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα Hom. рассердившись, он промолвил.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαστέω: (ἄλαστος) εἶμαι πλήρης ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε ἐπαλαστέω.
English (Autenrieth)
(ἄλαστος), only ipf. ἠλάστεον, aor. part. ἀλαστήσᾶς: be unforgetting, be wroth, Il. 12.163 and Il. 15.21.
Greek Monotonic
ἀλαστέω: μτχ. αορ. αʹ ἀλαστήσας (ἄλαστος), είμαι γεμάτος οργή, σε Ομήρ. Ιλ.