ἀμετρησίη

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρησίη: ἡ, «ἀμετρησίη ἐπέων», Ἐπιγρ. Ἐπιδαύρου, Ἀθην. τόμ. Γ΄, σ. 274.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
desmesura, inmensidad κερδέων ἀμετρησίη Philipp.Perg.1.

Translations

immensity

Greek: απεραντοσύνη; Ancient Greek: ἄβυσσος, ἀκαταλημψία, ἀκαταληψία, ἀμετρησίη, ἀμετρία, ἀμπτυχή, ἀναπτυχή, ἀπειρομεγέθες, ἀπληστία, ἀχάνεια, πέλαγος, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀσυνείκαστον, τὸ ἀχανές; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: immensità, oceano, immanità; Latin: immanitas; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: imensidade; Spanish: inmensidad