ἀμετρόβιος

English (LSJ)

ἀμετρόβιον, of immensely long life, ἐλέφαντες Man.1.53; κόρακες prob. l. in Epigr. ap.Philostr.Her.19.17.

Spanish (DGE)

-ον
longevo, de vida desmesuradamente larga κόρακες epigr. en Philostr.Her.19.17, Gr.Naz.M.37.1561A, ἐλέφαντες Man.1.53, Nonn.D.17.382, ἔτη Nonn.D.45.73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie se prolonge démesurément.
Étymologie: ἄμετρος, βίος.

German (Pape)

unmäßig lang lebend, κόρακες Ep.adesp. 291a (APP 129); Nonn., Manetho.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετρόβιος: бесконечно долго живущий, чрезвычайно долговечный (κόρακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρόβιος: ον, ὁ λίαν μακρόβιος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμετρος + -βιος < βίος.

Greek Monotonic

ἀμετρόβιος: -ον, αυτός που ζει υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια ζωή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄμετρος, βίος
of immensely long life, Anth.