poet. for ἀναπνοή.
ἀμπνοά
a breathing space, respite μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7)
b breath of life, life ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν sc. Ζεύς (P. 3.57) met., ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν took fresh life (P. 4.199)