ἀμφοτέρωθι

English (LSJ)

Adv. in both ways, X.Mem.3.4.12.

Spanish (DGE)

adv. de las dos formas (τὰ ἴδια καὶ τὰ κοινά) ἀ. πλημμελοῦσι X.Mem.3.4.12
en los dos lados στενὰ δ' ἦν ἀ. Aristid.2.216, cf. Or.36.80.

German (Pape)

[Seite 146] auf beiden Seiten, Xen. Mem. 3, 4, 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
aux deux endroits sans mouv.
Étymologie: ἀμφότερος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφοτέρωθι: adv. с обеих сторон или в обоих отношениях (πλημμελεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτέρωθι: ἐπίρρ., κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη, Ξεν. Ἀπομ. 3. 4, 12.

Greek Monolingual

ἀμφοτέρωθι επίρρ.(Α)
(για στάση σε κάποιον τόπο) και στα δυο μέρη, και στο ένα μέρος και στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -θι, επιρρ. κατάλ.].

Greek Monotonic

ἀμφοτέρωθι: επίρρ., στις δύο πλευρές, σε Ξεν.

Middle Liddell

on both sides, Xen.