ἀνήλυσις

English (LSJ)

εως, ἡ, going up: return, Hsch.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acceso, entrada αἰθερίην δ' [ᾦ] ξε[ν] ἀνήλυσιν abrió una entrada al éter Pamprepius 3.74, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 229] ἡ, das Hinausgehen; die Rückkehr, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλυσις: -εως, ἡ, (ἀνέρχομαι) τὸ ἀνέρχεσθαι, ἡ ἄνοδος, ἐπιστροφή, «ἀνήλυσιν· ἄνοδον» Ἡσύχ.: - ὡσαύτως, ἀνηλυσίη, ἡ, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Χρησμ. παρὰ Λακταντ. 7. 13, 5.